- γυμνοκράτης
- οοπαδός τής γυμνοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνιστής — ο (θηλ. γυμνίστρια, η) οπαδός τού γυμνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)] … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek